- Δερκυλλιδας
- Δερκυλλίδας-ου и ᾱ ὅ Деркил(л)ид (спартанский полководец в 411-390 гг. до н.э.) Thuc., Xen., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Δερκυλλίδας — Δερκυλλίδᾱς , Δερκυλλίδας masc acc pl (doric aeolic) Δερκυλλίδᾱς , Δερκυλλίδας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δερκυλλίδην — Δερκυλλίδας masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δερκυλλίδης — Δερκυλλίδας masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δερκυλλίδου — Δερκυλλίδας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δερκυλλίδα — Δερκυλλίδᾱ , Δερκυλλίδας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Δερκυλλίδᾱ , Δερκυλλίδας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДЕРКИЛЛИД — • Dercyllidas, Δερκυλλίδας, спартанец, уже в Пелопоннесскую войну (411 г.) отличался в Азии (Thuc. 8, 60), а еще более начиная с 399 г., когда принял команду над спартанским войском в Малой Азии. Восстановлением ослабевшей военной… … Реальный словарь классических древностей
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Δερκυλλίδαν — Δερκυλλίδᾱν , Δερκυλλίδας masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δερκυλλίδᾳ — Δερκυλλίδᾱͅ , Δερκυλλίδας masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)